αλλοτριοφρονώ

αλλοτριοφρονώ
ἀλλοτριοφρονῶ (-έω) (Α)
έχω διαφορετικό φρόνημα, διάκειμαι εχθρικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλλοτριόφρων < ἀλλότριος + -φρων < φρήν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”